- οξυωπής
- ὀξυωπής, -ές (Α)1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.)2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέσταταμε δυνατότερη ή με πολύ οξεία όραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -ωπής (< ὄπωπα*), πρβλ. πολυ-ωπής].
Dictionary of Greek. 2013.